- καμαρότος
- οθαλαμηπόλος πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. camarote < λατ. camara «αψίδα, θόλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμαρότος — ο θαλαμηπόλος πλοίου: Υπηρέτησε στο πλοίο αυτό ως καμαρότος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλαμηπόλος — ο, η (AM θαλαμηπόλος, ό, ή) αυτός ή αυτή που υπηρετεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τής κυρίας βασιλικού ή αρχοντικού σπιτιού και τη βοηθάει στο ντύσιμο, στον καλλωπισμό της κ.λπ. νεοελλ. ο καμαρότος πλοίου, ο υπεύθυνος για τη φροντίδα τών χώρων… … Dictionary of Greek